ὁρκωμότης — juror masc nom sg ὁρκωμοτέω take an oath imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοτῶν — ὁρκωμότης juror masc gen pl ὁρκωμοτέω take an oath pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμότας — ὁρκωμότᾱς , ὁρκωμότης juror masc acc pl ὁρκωμότᾱς , ὁρκωμότης juror masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορκωμοσία — η (ΑΜ ὁρκωμοσία) [ορκωμότης] η παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, ορκοδοσία νεοελλ. φρ. «ορκωμοσία δημοσίων υπαλλήλων» ένορκη υπόσχεση που δίνεται από εκείνους οι οποίοι πρόκειται να αναλάβουν δημόσια υπηρεσία σχετικά με την τήρηση τών νόμων και την… … Dictionary of Greek
ορκωμοτήριον — ὁρκωμοτήριον, τὸ (Μ) [ορκωμότης] όρκος … Dictionary of Greek
ορκωμοτικός — ὁρκωμοτικός, ή, όν (ΑΜ) [ορκωμότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο ή στην ορκωμοσία, ή αυτός που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τής ορκωμοσίας μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρκωμοτικόν έγγραφο το οποίο επιβεβαιώνει όρκο που δόθηκε. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ορκωμοτώ — (Α ὁρκωμοτῶ, έω) [ορκωμότης] ορκίζομαι … Dictionary of Greek
ορκωμόσια — ὁρκωμόσια, τὰ (Α) [ορκωμότης] 1. ένορκη κύρωση υπόσχεσης που δόθηκε 2. θυσίες ή τελετές οι οποίες συνόδευαν τη σύναψη συνθήκης ή συμμαχίας, τα όρκια* 3. (στον εν.) τὸ ὁρκωμόσιον τόπος όπου πραγματοποιήθηκε σύναψη συνθήκης η οποία κυρώθηκε με… … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek